Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί· ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Δανδής, αναχωρητής, επαναστάτης

 Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)




Ο δανδής αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άκρως εκλεπτυσμένη και απολύτως αναντικατάστατη ατομικότητα, και το spleen από το οποίο εμφορείται είναι το αντίτιμο που πρέπει να καταβάλει γι’ αυτήν του την εκλεπτυσμένη και αναντικατάστατη φύση – αντίτιμο το οποίο πληρώνει βέβαια αγόγγυστα. Γιατί το spleen μπορεί μεν να σημαίνει εσωτερική δοκιμασία και ερωτοτροπία με την άβυσσο, συνάμα όμως είναι σήμα κατατεθέν του εκλεκτού και πνευματικός τίτλος ευγενείας, προ πάντων δε είναι οφθαλμοφανέστερο διακριτικό γνώρισμα και μέσο περιχαράκωσης έναντι των πολλών, οι οποίοι είναι ανίκανοι να βιώσουν τέτοια εκλεκτά αισθήματα. Το μελαγχολικό habitus εμπεριέχει κοινωνική αιχμή, και ως εκ τούτου δεν κρύβεται. Καθώς θεωρείται παρεπόμενο και πεμπτουσία της ατομικής εκλέπτυνσης, εκτίθεται σε κοινή θέα, προκειμένου μέσω της αντίθεσης να βάλει το profanum vulgus μπροστά στον καθρέφτη. Όμως, για να αποδώσει η πρόκληση, δεν επιτρέπεται να δοθεί η εντύπωση, ότι η μελαγχολία δεν είναι παρά αδυναμία χαρακτήρα ή φυγή από εκείνους τους αγώνες που απαιτούν μάλλον σκληραγωγία παρά εκλέπτυνση. Γι’ αυτό κάνει την είσοδό της στη σκηνή επιθετικά και εμφανίζεται σε δηκτική ειρωνεία που αστράφτει μεν, παραμένει όμως πάντοτε σε δεύτερο πλάνο – και μόνο ως φόντο της ειρωνείας γίνεται αισθητή. Στον βαθμό που η μελαγχολία χάνει σε ποιότητα προκειμένου να μετατραπεί σε εχθρότητα ή διαμαρτυρία, εκφυλίζεται και η ειρωνεία σε προπετή εριστικότητα. Αυτός ο συνδυασμός γεννά τον σημερινό δημοσιογραφικό κριτικό του πολιτισμού, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως χυδαίος ή μαζικοδημοκρατικός δανδής.



Από τον δανδή, που αποφεύγει την κοινωνία και αποζητά το σαλόνι, διαφοροποιείται ο αναχωρητής, που απογοητευμένος από την πορεία του κόσμου ανακαλύπτει την σοφία στη φροντίδα του κήπου του ή πάλι αποτραβιέται ως ασκητής και προφήτης στην έρημο και από κει εξαπολύει τους μύδρους του ενάντια στην αμαρτωλή τροπή της ζωής του λαού του. Στην τελευταία περίπτωση, το αντίστοιχο της μελαγχολίας δεν είναι πλέον η καλλιεργημένη πολυσήμαντη ειρωνεία, αλλά ο μελετημένος σαρκασμός που κορυφώνεται σε ιερή οργή, γιατί στη θέση του επιπόλαιου ανηθηκισμού του δανδή κάνει την εμφάνισή του ένας αυστηρός, βαθιά δύσπιστος και μονίμως άγρυπνος ηθικισμός. Καθώς το ηθικό αίτημα είναι απόλυτο, η επαφή με την εκάστοτε συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην απελπισία, και το πέρασμα από τη μελαγχολία στην απελπισία συντελείται αυτόματα μαζί με το πέρασμα από την απελπισία στην επιθετικότητα του τιμητή. Όμως τιμητής έχει το δικαίωμα να είναι, βέβαια, μόνο όποιος νοιώθει τη συνείδησή του απαλλαγμένη από βάρη. Γι’ αυτόν τον λόγο ο προφήτης (όσο παραμένει προφήτης, δηλ. όσο αγαπάει την έρημο περισσότερο από την τύρβη της πολιτικής) δεν μπορεί να βρει αυθεντικούς συνοδοιπόρους, και κατά βάθος ούτε και θέλει: η φωνή του ορθού φρονήματος ακούγεται δυνατότερα και καθαρότερα όταν βγαίνει από ένα και μοναδικό στόμα.


Σε αυτό το σημείο χωρίζουν οι δρόμοι του μοναχικού προφήτη από εκείνους του πολιτικού επαναστάτη, ο οποίος είναι αναγκασμένος να στηριχτεί στη συλλογική δράση. Ανάλογα διαφοροποιείται και η κοινωνική αποβλεπτικότητα της μελαγχολίας. Αυτήν δεν τη γεννάει τώρα το θέαμα της γενικής ηθικής κατάντιας, που ενδεχομένως να κατέληγε σε μια εξ ίσου γενική θρηνολογία για την ανθρώπινη διαφθορά, αλλά μάλλον η σύγκριση ανάμεσα σε ό,τι θα μπορούσαν, και μάλιστα όφειλαν να είναι, αν είχαν μπορέσει να εξελιχτούν σύμφωνα με την αληθινή φύση και τον αληθινό προορισμό τους. Η μελαγχολία αντιστοιχεί λοιπόν σε μία απώλεια ή πάντως σε μια έλλειψη, που μελλοντικά θα αντισταθμιστεί, αλλά μέχρι τότε χρησιμεύει ως μέτρο προσφυές για την αποτίμηση της παρουσίας του κακού στην κοινωνία. Εδώ κάνει την εμφάνισή της η τυπική αντιδιαστολή Είναι και Δέοντος, ιδεώδους και πραγματικότητας, ως μοχλός επαναστατικής αλλαγής της τελευταίας. Η πεποίθηση πως κάθε άνθρωπος είναι δυνητικός φορέας του Δέοντος και του ιδεώδους επιτρέπει, ανεξάρτητα από τις γενικόλογες ηθικές αιτιάσεις, τη συγκέντρωση των πυρών της πολεμικής στα συγκεκριμένα κακώς κείμενα της κοινωνίας, και επομένως τη στρατολόγηση συμμάχων ή οργάνων για τη δίκαιη υπόθεση από την πλειοψηφία εκείνων που στηλίτευε ο φλογερός αλλά απολιτικός προφήτης. Στη συλλογική δράση ή, όταν η δράση δεν μπορεί να είναι συλλογική με την έννοια της μαζικής συμμετοχής, στη μέθη απλώς του ακτιβισμού εξαφανίζεται τελικά και η μελαγχολία. Γιατί στην πολιτική απραξία, η απώλεια ή η έλλειψη για τις οποίες κάναμε λόγο γίνονται αισθητές στον μέγιστο βαθμό. Αυτός είναι ο λόγος που η επαναστατική πράξη, η οποία κανονικά θα έπρεπε να είναι απλώς το μέσο της αναίρεσης της απώλειας και της έλλειψης, βιώνεται και θεωρείται η ίδια ως αναίρεση, καθώς συνιστά το αντίθετο της απραξίας.



(Απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη “Μελαγχολία και πολεμική”, εκδόσεις Θεμέλιο)